- θυσιάσματα
- θυσίασμαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυσίασμα — θυσίασμα, τὸ (Α) [θυσιάζω] αυτό που προσφέρεται σε θυσία («τόπος οῡ θυσιάζουσι τὰ θυσιάσματα», ΠΔ) … Dictionary of Greek